πάντιμος

πάντιμος
-ον, ΜΑ
πολύ έντιμος, τιμιότατος («πάντιμος ἱερεύς», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -τιμος (< τιμή), πρβλ. ομό-τιμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πάντιμος — πάντῑμος , πάντιμος all honourable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοπαντιμοϋπέρτατος — η, ον, Μ ο πρώτος πάντιμος και υπέρτατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + πάντιμος + ὑπέρτατος] …   Dictionary of Greek

  • πάντιμ' — πάντῑμα , πάντιμος all honourable neut nom/voc/acc pl πάντῑμε , πάντιμος all honourable masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάντιμον — πάντῑμον , πάντιμος all honourable masc/fem acc sg πάντῑμον , πάντιμος all honourable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PROTEUS — Deus marinus, Neptuni et Phoenices fil. teste Tzetze hist. 44. Chil. 2. qui in Pharo Alexandriae habitavit, Toronenque ex Aegypto in Phlegram Pallenes profectus uxorem duxit, ex qua filios suscepit Tmylum ac Telegonum, de quibus Eurip. in Hecuba …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • ԱՄԵՆԱՊԱՏԻՒ — ( ) NBH 1 0065 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 13c ա. πάντιμος honoratissimus Ամենայնիւ պատուելի. ամենայն պատուոյ արժանի, մեծապատիւ, պատուաւոր. *Ամենապատիւ մեծվայելչութիւն. Պտրգ.: *Ամենապատիւ իշխան. Վրք. հց. ՟Ը:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • παντίμου — παντί̱μου , πάντιμος all honourable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντίμων — παντί̱μων , πάντιμος all honourable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”